- πεποιθότως
- πεποιθότωςindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεποιθότως — Α επίρρ. 1. με βεβαιότητα, με πεποίθηση 2. πειστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεποιθώς, ότος, μτχ. ενεργ. παρακμ. τού πείθω] … Dictionary of Greek
ζαβρεμέως — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλως, πεποιθότως» … Dictionary of Greek